Lemma of the week

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

αγλέουρας [aɣléuras] (Ααλιγάτορας) και αγλέορας [aɣléoras] (Ααλιγάτορας) και αγκλέουρας [a(ŋ)gléuras] (Ααλιγάτορας) , ο και αγκλεούρι [a(ŋ)gleúri] (Οτραγούδι) και αγλεούρι [aɣleúri] (Οτραγούδι) , το και αγκλέορας [a(ŋ)gléoras] (Ααλιγάτορας) , ο (ουσ.).
{βοτ.}

1)

Κοινή ονομασία για πολυετές δικοτυλήδονο φυτό με τοξικές ιδιότητες· διαθέτει ρίζωμα, ευθυτενή βλαστό αποξυλωμένο στη βάση του και παχιά γαλαζοπράσινα δερματώδη φύλλα· είναι ιθαγενές της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και απαντά σε ξηρές και πετρώδεις περιοχές της Ελλάδας

. ||| Είδος Euphorbia rigida (παλαιά ονομασία Euphorbia biglandulosa), οικογένεια Euphorbiaceae
Χρήσεις
Ο γαλακτώδης χυμός του αγλέουρα μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό αν έρθει σε επαφή με το δέρμα

Φράσεις
    ΕΚΦΡ
    Κατεβάζω τον αγλέουρα= βλ. κατεβάζω.
    Τρώω τον αγλέουρα= βλ. τρώω.
    Πίνω τον αγλέουρα= βλ. πίνω

2)

Το φυτό ελλέβορος

[ΕΤΥΜ^ αγλέουρας < *αλλέουρας με συνόδευση (l > ɣl) < *αλλέβουρας με απλοποίηση (evu > eu) < *ελλέβουρας με άνοιγμα (e > a) πιθανόν κατ’ επανανάλυση στην αιτ. εν. με την αόρ. αντων. (ena-el > enal > en-al) < αρχ. ἑλλέβορος < αβέβαιου ετύμου, πιθανόν ἑλλε- (θ. του ουσ. ἑλλός ‘ελάφι’) + βορ(ά) ‘τροφή’ + -ος με μεταπλασμό κατά τα αρσ. σε -ας και κλείσιμο (o > u) κατ’ επίδραση του -v-^ Το αγλέορας < αγλέουρας χωρίς κλείσιμο (βλ. παραπάνω)^ Το αγκλέουρας < αγλέουρας με κλειστοποίηση πιθανόν κατ’ ανομοίωση (ɣ - l)^ Το αγκλεούρι < αγκλέουρ(ας) + -ι (πρβ. -ουρι)^ Το αγλεούρι < αγλέουρ(ας) + -ι (πρβ. -ουρι)^ Το αγκλέορας < αγλέουρας, αγλέορας με κλειστοποίηση και πιθανόν κατ’ ανομοίωση των (ɣ - l > g - l)].

For more than twenty (20) years Pataki Publications has been working with dedication for the creation of the Large Electronic Dictionary of Modern Greek Language - Pataki (LEDMGL-P).

Please visit our subscription terms page for more information.

You can request a reset of your password.