Lemma of the week

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

ποδήλατο [poðílato], το (ουσ. ΟοI3.1).
{τεχνολ., αθλ.}

1)

α.

Μεταφορικό μέσο, σχετικά ελαφρό, συνήθως ατομικό και δίτροχο (σε μερικά είδη τρίτροχο), το οποίο κινείται διαθέτοντας μηχανισμό με γρανάζια, ο οποίος μεταδίδει στους τροχούς την περιστροφική κίνηση που δημιουργεί ο αναβάτης με τα πόδια του σε δύο πετάλια

Χρήσεις
αγωνιστικό ποδήλατο | γυναικείο ποδήλατο | αναδιπλούμενο ποδήλατο· πτυσσόμενο ποδήλατο | σέλα/ σχάρα/ βάση ποδηλάτου | τιμόνι/ σκελετός ποδηλάτου | η αλυσίδα του ποδηλάτου | τα φρένα/ οι ταχύτητες του ποδηλάτου | αγορά/ ενοικίαση ποδηλάτων | χώρος στάθμευσης ποδηλάτων | ανταλλακτικά/ εξαρτήματα ποδηλάτου | βόλτα με ποδήλατα |
Ζει στο χωριό και πηγαίνει στη δουλειά του με το ποδήλατο
Στα οκτώ μου έμαθα ποδήλατο
(= να οδηγώ ποδήλατο)
Από τότε που ήμουν παιδί κάνω ποδήλατο
(= οδηγώ ποδήλατο)
Η ορεινή Αρκαδία έχει ωραίες διαδρομές για ποδήλατο βουνού
(= ορειβατικό ποδήλατο)

Φράσεις
    ΕΚΦΡ
    Κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο= βλ. ζωή.

β.

(ειδικότ.)

β1.

τρίτροχο ποδήλατο & τρίκυκλο ποδήλατο

Ποδήλατο (βλ. σημ. 1α) που διαθέτει τρεις ρόδες και στη συνηθέστερη μορφή του έχει δύο ρόδες στο πίσω μέρος του και μία ρόδα στο μπροστινό, η οποία στρίβει μαζί με το τιμόνι

Χρήσεις
τρίτροχο ποδήλατο με καλάθι | πτυσσόμενο τρίτροχο ποδήλατο

Τα παιδικά ποδήλατα είναι συνήθως τρίκυκλα

β2.

διπλό ποδήλατο

Ποδήλατο (βλ. σημ. 1α) που διαθέτει δύο καθίσματα, τα οποία διαθέτουν και τα δυο τους πετάλια, ώστε ο οδηγός (εκείνος που καθορίζει την πορεία) και ο συνοδηγός να ποδηλατούν (στην περίπτωση του ποδηλάτου που έχει δύο ρόδες τα καθίσματα αυτά είναι το ένα πίσω από το άλλο, ενώ υπάρχει και η περίπτωση τρίτροχου ποδηλάτου τα καθίσματα του οποίου είναι το ένα δίπλα στο άλλο και το οποίο χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς λόγους, π.χ. για εκγύμναση ανθρώπου με κινητικα προβλήματα)

Χρήσεις
τρίκυκλο διπλό ποδήλατο

β3.

(παιδικό) ποδήλατο

Μικρό, κοντό ποδήλατο (βλ. σημ. 1α) ιδανικό για το ύψος παιδιών και νηπίων· συνήθ. πουλιέται μαζί με βοηθητικές ρόδες ή σπανιότ. είναι τρίτροχο

Χρήσεις
Το πολύ μικρό παιδί χρειάζεται ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες, ώσπου να μάθει να ισορροπεί

β4.

ηλεκτρικό ποδήλατο

Ποδήλατο (βλ. σημ. 1α) στο οποίο η κίνηση που προέρχεται από τα πετάλια ενισχύεται από ηλεκτροκινητήρα με (επαναφορτιζόμενη) μπαταρία· για να θεωρείται απ’ τη νομοθεσία ένα όχημα ως ηλεκτρικό ποδήλατο, θα πρέπει να μην μπορεί να κινηθεί χωρίς να περιστρέφει κάποιος παράλληλα το πετάλι και η υποβοήθηση που προσφέρει ο κινητήρας πρέπει να σταματά σε κάποιο όριο ταχύτητας (για την Ελλάδα το όριο αυτό είναι 25 χμ./ ώρα)· η οδήγηση ηλεκτρικού ποδηλάτου γίνεται χωρίς να απαιτείται άδεια οδήγησης και κυκλοφορίας (Δεκέμβριος 2023)

β5.

ποδήλατο τάντεμ Βλ. τάντεμ

2)

(κατ’ επέκτ.)

α.

ποδήλατο γυμναστικής & στατικό/ σταθερό ποδήλατο

Όργανο γυμναστικής που συνήθ. μοιάζει με ποδήλατο (βλ. σημ. 1α), έχει πετάλια, αλλά δε διαθέτει τροχούς· γυμνάζει κυρίως τους μυς των κάτω άκρων

β.

(θαλάσσιο) ποδήλατο & ποδήλατο θαλάσσης

Όχημα, κυρίως πλαστικό, που κινείται με πετάλια στην επιφάνεια του νερού και χρησιμοποιείται για λόγους αναψυχής ή άσκησης

Χρήσεις
Η παραλία είναι οργανωμένη και μπορείτε να νοικιάσετε (θαλάσσιο) ποδήλατο


–υποκορ. το ποδηλατάκι (ΟοIΙ2.3) .
[ΕΤΥΜ^ < ποδ- (< αρχ. πούς, γεν. ποδός) + -ηλα- (< αρχ. ἐλατός < ἐλαύνω) + -το (χρησιμοποιήθηκε ως απόδ. του γαλλ. vélocipède ‘ποδήλατο’, με γενικότ. σημασία που δήλωνε το σύνολο των παλαιότερων τροχοφόρων οχημάτων του 19ου αιώνα τα οποία κινούνταν με ανθρώπινη δύναμη, ακόμη και χωρίς πετάλια με σπρώξιμο του εδάφους με τα πόδια του αναβάτη)· πιθ. σχηματίστηκε πρώτα επ. ποδήλατος (βλ. λ.) και το ουσ. ποδήλατο προέκυψε από ουσιαστικοποίηση μέσω μιας σύναψης ποδήλατο όχημα].

For more than twenty (20) years Pataki Publications has been working with dedication for the creation of the Large Electronic Dictionary of Modern Greek Language - Pataki (LEDMGL-P).

Please visit our subscription terms page for more information.

You can request a reset of your password.