Λήμμα της εβδομάδας

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

πορτοκαλιά [portokaʎá] (Θοχιά) και <λόγ.> πορτοκαλέα [portokaléa] (Θώρα) , η (ουσ.).
{βοτ.}

Αείφυλλο δέντρο το οποίο ανήκει στα εσπεριδοειδή και καλλιεργείται ευρύτατα για τους εδώδιμους καρπούς του, τα πορτοκάλια· έχει λείο κορμό και σχεδόν σφαιρική κόμη με σκουροπράσινα, ελλειψοειδή, στιλπνά, δερματώδη φύλλα και λευκά, εξαιρετικά εύοσμα άνθη· ο σφαιρικός και πορτοκαλόχρωμος καρπός της έχει χυμώδη σάρκα και είναι ιδιαίτερα περιζήτητος· η πορτοκαλιά κατάγεται από τη ΝΑ. Ασία και την Κίνα, την έφεραν στην Ευρώπη Πορτογάλοι εξερευνητές τον 16ο αι. μ.Χ. και καλλιεργείται ευρύτατα πλέον στη Μεσόγειο, αλλά και σε πολλές θερμές περιοχές του κόσμου

. ||| Είδος Citrus sinensis (κιτρέα η σινική), οικογένεια Rutaceae (ρουτίδες)
Χρήσεις
Από τα άνθη της πορτοκαλιάς εξάγεται αιθέριο έλαιο, το οποίο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία

Φράσεις
    ΕΚΦΡ
    Η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας & Η χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα= βλ. χώρα.
    ΠΑΡΟΙΜ
    Υπάρχουν/ Έχει/ Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια

    χρησιμοποιείται για να τονίσουμε ότι κάποιος ή κτ δεν είναι μοναδικός, αναντικατάστατος· συνήθως χρησιμοποιείται για ερωτική σχέση, για να τονιστεί ότι κάποιος μπορεί να βρει άλλο ταίρι

    Χρήσεις
    Έφαγα χυλόπιτα, αλλά δε θα πάθω και κατάθλιψη! Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια!


–υποκορ. η πορτοκαλίτσα (Θφώκια) .

Οι Εκδόσεις Πατάκη για περισσότερα από είκοσι έξι (26) χρόνια εργάζονται με αφοσίωση για τη δημιουργία του Μεγάλου Ηλεκτρονικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας – Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ-Π).

Πλοηγηθείτε στη σελίδα μας με τους όρους συνδρομής μας, για περισσότερες πληροφορίες.

Μπορείτε να ζητήσετε την επαναφορά του κωδικού σας.