Depuis plus de vingt (20) ans, les Éditions Patakis travaillent avec dévouement à la création du Grand Dictionnaire Électronique de Langue Néo-hellénique - Patakis (GDELNH-P).
1)
α.
α1.
{ανατ.}Μυώδες και ευκίνητο όργανο της στοματικής κοιλότητας, το οποίο χρησιμεύει στην αίσθηση της γεύσης, στη μάσηση και κατάποση των τροφών, στην ομιλία και στην αφή
κουράζομαι πολύ, καταπονούμαι σωματικά
(ΣΥΝ ξεθεώνομαι)ο φλύαρος άνθρωπος δεν έχει μυαλό, είναι ανόητος
α2.
{κτηνιατρ.} νόσος της κυανής γλώσσαςΟ καταρροϊκός πυρετός (βλ. καταρροϊκός)
β.
Το παραπάνω ανατομικό όργανο ως όργανο ομιλίας, σε εκφράσεις δηλαδή που αναφέρονται στην επικοινωνιακή του λειτουργία
δυσκολεύομαι, αδυνατώ να εκφραστώ λόγω συστολής, τρακ κτλ.
μένω σιωπηλός, γιατί νιώθω τρακ ή γιατί κάποιος με αποστομώνει
διστάζω να πω κτ, γιατί αμφιβάλλω αν η αποκάλυψή του είναι σκόπιμη, ηθικά σωστή κτλ.
μιλάω ακατάπαυστα και με ευχέρεια
χρησιμοποιείται για κπν που δε συγκρατείται και είναι έτοιμος να πει, να αποκαλύψει κτ που θα έπρεπε να αποσιωπήσει
μιλώ με αυθάδη, αναιδή τρόπο
κουράστηκα, βαρέθηκα να λέω συνεχώς τα ίδια, προκειμένου να πείσω κπν για κτ, να του εξηγήσω κτ κτλ., αλλά χωρίς αποτέλεσμα
(ΣΥΝ ΕΚΦΡ γάνιασε η γλώσσα μου)μιλάω ακατάπαυστα
πρόσεχε πώς μιλάς, μη γίνεσαι αυθάδης, αναιδής· χρησιμοποιείται ως προειδοποίηση, απειλή κτλ.
χρησιμοποιείται ως προτροπή σε κπν να μην προμαντεύει δυσάρεστα πράγματα, να μην κακομελετά
i.
προσπαθώ να θυμηθώ κτ που θέλω να πω, αλλά δυσκολεύομαι
ii.
είμαι έτοιμος, πολύ κοντά στο να πω, να ξεστομίσω κτ
κάνω σφάλματα στην ομιλία μου, συνήθως αλλάζοντας τη σωστή σειρά φθόγγων ή λέξεων, από βιασύνη ή τρακ
μιλάω σκληρά σε κπν
χαρακτηρισμός για όσους διασπείρουν δυσμενείς, κακεντρεχείς πληροφορίες για κπν ή για κτ, που μπορεί να ευσταθούν ή όχι
ο λόγος έχει μεγάλη δύναμη, αποτελεσματικότητα κτλ.
δεν πρέπει να μιλάει κάποιος προτού σκεφτεί καλά
πριν μιλήσεις, να σκεφτείς αυτό που πρόκειται να πεις
γ.
(κατ’ επέκτ.)Οτιδήποτε μοιάζει με το παραπάνω ανατομικό όργανο ως προς το σχήμα, τη μορφή του· αποτελεί συνήθως επίμηκες, τριγωνικό, διχαλωτό κτλ. τμήμα, άκρο πράγματος, επιφάνειας κτλ.
2)
{γλωσσ.}α.
Σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων ορισμένης γλωσσικής κοινότητας, το οποίο αποτελείται από ορισμένο σύνολο γλωσσικών σημείων (συνδυασμών φθόγγων και σημασίας)· η γλώσσα αποτελεί σύστημα σημείων (συνήθως λέξεων) που συνδυάζονται μεταξύ τους με βάση γραμματικούς κανόνες· ο όρος μπορεί να αφορά είτε το ίδιο το σύστημα είτε τα προϊόντα του συστήματος, δηλαδή τον παραγόμενο λόγο, την ομιλία
έχω κοινές απόψεις με κπν, υπάρχει μεταξύ μας κλίμα καλής επικοινωνίας και σύμπνοιας
δεν ταυτίζονται οι ιδέες, απόψεις μου κτλ. με αυτές κάποιου άλλου, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να έχουμε κλίμα σύμπνοιας
λάθη εκ παραδρομής κατά την ομιλία που αποκαλύπτουν, παρά τη θέληση του ομιλητή, την πραγματική αλήθεια, τις κρυφές του επιθυμίες κτλ.
β.
β1.
γλώσσα-πηγήΗ γλώσσα από την οποία πραγματοποιείται μια μετάφραση ή διερμηνεία
β2.
γλώσσα-στόχοςΗ γλώσσα στην οποία πραγματοποιείται μια μετάφραση ή διερμηνεία
γ.
γ1.
αναλυτική γλώσσαΗ γλώσσα στην οποία η έκφραση των γραμματικοσυντακτικών σημασιών και λειτουργιών γίνεται με τη χρήση ειδικών γραμματικών/ λειτουργικών μορφημάτων, π.χ. προθέσεων, βοηθητικών ρηματικών στοιχείων, των οποίων η σχέση μορφής και σημασίας είναι ένα προς ένα κτλ.)
γ2.
συνθετική γλώσσαΗ γλώσσα της οποίας οι λέξεις έχουν ιδιαίτερα σύνθετη εσωτερική δομή, ενώ οι γραμματικοσυντακτικές σχέσεις εκφράζονται είτε με την κλίση, η οποία σε αυτές τις γλώσσες είναι ιδιαίτερα σύνθετη, είτε με τη συγκόλληση μορφημάτων πάνω σε μια ρίζα
γ3.
συγκολλητική/ συμφυρματική γλώσσαΓλώσσα της οποίας οι λέξεις αποτελούνται από μια ακολουθία μορφών που τοποθετούνται γραμμικά η μία μετά την άλλη· καθεμιά από τις μορφές αυτές αντιστοιχεί σε μία και μόνη σημασία· τυπικό παράδειγμα συγκολλητικής γλώσσας είναι η τουρκική, αλλά και η ιαπωνική, ενώ πολλές άλλες γλώσσες εμφανίζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης στη μορφολογία τους· για παράδειγμα, αν στην τουρκική λέξη «ev», που σημαίνει «σπίτι», προσθέσουμε το μόρφημα «ler» δίνεται ο πληθυντικός («ev-ler» = «σπίτια»), ενώ με την προσθήκη σε αυτόν του μορφήματος «i» δημιουργείται η γενική κτητική του πληθυντικού («ev-ler-i» = «τα σπίτια τους»)
γ4.
κρεολή γλώσσα Βλ. κρεολόςγ5.
παρεφθαρμένη γλώσσαΗ πίτζιν (βλ. λ.)
δ.
δ1.
αρχαία μακεδονική γλώσσαΑρχαία ελληνική διάλεκτος με αρκετά δωρικά χαρακτηριστικά, που μιλήθηκε στον χώρο της αρχαίας Μακεδονίας, πριν από τη διάδοση της αττικής διαλέκτου, και της οποίας σώζονται μερικές μόνο λέξεις, οι περισσότερες κύρια ονόματα και προσηγορικά
δ2.
βόρεια μακεδονική γλώσσαΣερβοβουλγαρική γλώσσα που χρησιμοποιείται στο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας (πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας) και δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία ελληνική διάλεκτο
ε.
ε1.
μπαντού γλώσσεςΟμάδα από περισσότερες από τετρακόσιες συγγενείς γλώσσες που ομιλούνται κυρίως στην Κεντρική, στην Κεντροανατολική και στη Ν. Αφρική και η οποία περιλαμβάνει τη σουαχίλι, τη ζουλού και τη χόσα
ε2.
αυστρονησιακή γλώσσα Βλ. αυστρονησιακόςε3.
ινδοϊρανικές γλώσσες Βλ. ινδοϊρανικόςε4.
τοχαρική γλώσσα Βλ. τοχαρικόςε5.
σανσκριτική γλώσσα Βλ. σανσκριτικόςε6.
ιρανικές γλώσσες Βλ. ιρανικόςε7.
ιταλική γλώσσα Βλ. ιταλικόςε8.
σκανδιναβική γλώσσα Βλ. σκανδιναβικόςε9.
γερμανική γλώσσα Βλ. γερμανικόςε10.
χαμιτοσημιτικές γλώσσες Βλ. χαμιτοσημιτικόςε11.
αφροασιατικές γλώσσες Βλ. αφροασιατικόςε12.
ζενδική γλώσσα Βλ. ζενδικόςε13.
δαρδικές γλώσσες Βλ. δαρδικόςε14.
ουραλικές γλώσσες Βλ. ουραλικόςε15.
κελτικές γλώσσες Βλ. κελτικόςε16.
βαλτοσλαβική γλώσσα Βλ. βαλτοσλαβικόςε17.
βαλτική γλώσσα Βλ. βαλτικόςε18.
τουρκική γλώσσα Βλ. τουρκικόςε19.
ραιτορομανική γλώσσα Βλ. ραιτορομανικόςε20.
αλταϊκές γλώσσες Βλ. αλταϊκόςε21.
ιταλοδυτική γλώσσα Βλ. ιταλοδυτικόςε22.
γλώσσες της ΑνατολίαςΟμάδα εξαφανισμένων πλέον γλωσσών της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που ομιλούνταν στη Μικρά Ασία (Ανατολία), η καλύτερα μαρτυρημένη από τις οποίες είναι η χεττιτική· η αποκρυπτογράφησή τους βοήθησε στην κατανόηση της εξέλιξης της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας
στ.
δημοτική γλώσσα Βλ. δημοτικόςζ.
επίπεδο γλώσσας Βλ. επίπεδο3)
α.
Το μάθημα που έχει ως αντικείμενό του τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας, καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο
β.
(συνήθ. στον εν.)β1.
Ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιεί ένα άτομο, μια ομάδα ατόμων, ένας επαγγελματικός κλάδος κτλ.
(πρβ. ιδιόλεκτος)β2.
Τρόπος έκφρασης που αποδίδει, εκφράζει ορισμένη στάση του ομιλητή
4)
α.
(κατ’ επέκτ.)α1.
Σύστημα, κώδικας επικοινωνίας που στηρίζεται σε μη λεκτικά σύμβολα
α2.
(ειδικότ.) (αναφορικά με τα ζώα)Αντανακλαστική απόκριση ενός ζώου σε κάποιο ερέθισμα, που περιλαμβάνει το σύνολο των ήχων (π.χ. κραυγών, σφυριγμάτων, τιτιβισμάτων, βρυχηθμών κτλ.) ή των σωματικών κινήσεων (π.χ. χειρονομιών, μορφασμών, ορισμένου τρόπου πετάγματος κτλ.) του ζώου που αντιστοιχούν σε κάποιο συγκεκριμένο, απλό μήνυμα (π.χ. πείνα, θυμό, απειλή, ερωτικό κάλεσμα κτλ.)· βασικές διαφορές στους επικοινωνιακούς κώδικες των ζώων και στη γλώσσα των ανθρώπων είναι ότι τα σύμβολα στον κώδικα των ζώων δε συνδυάζονται για την παραγωγή νέων μηνυμάτων και δε διαθέτουν γραμματική δομή
β.
κινηματική/ νοηματική γλώσσαΣύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιείται μεταξύ των κωφαλάλων, στο οποίο το μήνυμα εκφράζεται με την κίνηση των χεριών, με τη στάση ή την κίνηση του σώματος ή με την έκφραση του προσώπου· η γλώσσα των κωφαλάλων, η γλώσσα των νευμάτων
5)
{πληροφ.}α.
γλώσσα μηχανής (αγγλ. machine code)Μια σειρά εντολών γραμμένη σε δεκαεξαδικό αριθμητικό σύστημα για την εκτέλεση συγκεκριμένων εντολών από τον επεξεργαστή· κάθε ψηφίο αντιστοιχεί σε 16 μπιτ του δυαδικού συστήματος
β.
συμβολική γλώσσα προγραμματισμού (αγγλ. assemply language)Κώδικας που μεσολαβεί ανάμεσα στη γλώσσα μηχανής και στη γλώσσα προγραμματισμού· χρησιμοποιεί έναν πολύ περιορισμένο αριθμό αγγλικών λέξεων για την περιγραφή κάθε βήματος που θέλουμε να ακολουθήσει ένας επεξεργαστής κατά την εκτέλεση μιας εντολής· μετατρέπεται από τον συναρμολογητή (assembler) σε γλώσσα μηχανής
γ.
γλώσσα προγραμματισμού (αγγλ. programming language)Μια σειρά εντολών γραμμένη σε λατινικό αλφάβητο, με τη χρήση συγκεκριμένων αγγλικών λέξεων και συμβόλων, η οποία ακολουθεί αυστηρούς κανόνες συντακτικής δομής· θα εκτελεστεί από έναν επεξεργαστή Η/Υ αφού μετατραπεί σε συμβολική γλώσσα προγραμματισμού από τον μεταγλωττιστή (compiler)
δ.
{λογικ.} τυπική γλώσσαΈνα σύνολο λέξεων που συνίσταται από εκείνες τις σειρές γραμμάτων ή συμβόλων (τα οποία απαρτίζουν το αλφάβητό της) που ακολουθούν το σύνολο αξιωμάτων και κανόνων επί του οποίου αυτό έχει θεμελιωθεί
6)
{φιλολ.}α.
Λέξη ή έκφραση απαρχαιωμένη, ιδιωματική ή ξένη που έχει περιπέσει σε αχρησία και χρήζει ερμηνείας, επεξήγησης για να γίνει κατανοητή
(ΣΥΝ γλώσσημα)β.
Σχόλιο ή ερμηνεία που γράφεται ανάμεσα στις γραμμές ενός χειρογράφου
7)
{ζωολ.}α.
Γένος ψαριών με σώμα ωοειδές και πεπλατυσμένο, τα οποία περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους με τη μία πλευρά του σώματος ακουμπισμένη στον πυθμένα σε ρηχά νερά και έχουν τα δύο μάτια τους στην άλλη πλευρά του σώματος· απαντούν σε θερμές και εύκρατες θάλασσες (με εξαίρεση ορισμένα που απαντούν και σε γλυκά νερά) και έχουν πολύ νόστιμη λευκή και σφιχτή σάρκα με λίγα κόκαλα, γι’ αυτό και αλιεύονται εντατικά
. ||| Γένος Solea (γλώσσα), οικογένεια Soleidae (γλωσσίδες)β.
Το παραπάνω ψάρι ως φαγητό
–υποκορ. (μόνο στη σημ. 1) η γλωσσίτσα (ΟθI2.6) και η γλωσσούλα (ΟθI2.6) και (μόνο στη σημ. 1β) το γλωσσάκι (ΟοIΙ2.3) και (μόνο στη σημ. 1γ) το γλωσσίδι Βλ. λ. και <λόγ.> το γλωσσίδιον και το γλωττίδι και <λόγ.> το γλωττίδιον
–μεγεθ. η γλωσσάρα (ΟθI2.6) (συνήθ. στις σημ. 1, ).