Λήμμα της εβδομάδας

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

πυρηνικός [pirinikós], -ή, -ό (επ. (ΕI1.1) ).

1)

{φυσ.}

α.

Που είναι σχετικός με τον πυρήνα του ατόμου ή με την ενέργεια και τα προϊόντα που παράγονται κατά την αντίδραση της διάσπασής του ή της ένωσής του με άλλους πυρήνες

(πρβ. ατομικός)
Χρήσεις
πυρηνική διάσπαση | πυρηνική σύντηξη (= η ένωση πυρήνων ελαφρών στοιχείων για τον σχηματισμό πυρήνων βαρύτερων στοιχείων, η οποία συνοδεύεται από έκλυση μεγάλων ποσών ενέργειας) | πυρηνική σχάση (= η διάσπαση του πυρήνα ενός βαρέος ατόμου –όπως εκείνου του ουρανίου-, συνήθ. ως αποτέλεσμα βομβαρδισμού του από νετρόνια, σε δύο ελαφρότερους πυρήνες με ταυτόχρονη έκλυση μεγάλων ποσών ενέργειας) | πυρηνική ακτινοβολία (= συνοπτική ονομασία της ηλεκτρομαγνητικής ή της σωματιδιακής φύσης εκπεμπόμενων προϊόντων της αντίστοιχης αντίδρασης)

πυρηνική τεχνολογία (= τομέας της τεχνολογίας που ασχολείται με την αξιοποίηση της παραγωγής πυρηνικών όπλων είτε για την παραγωγή πυρηνικών όπλων είτε για την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία πυρηνικών εργοστασίων) | πυρηνική χημεία (= κλάδος της χημείας που εξετάζει την παραγωγή ραδιενέργειας από άτομα ραδιενεργών στοιχείων, τον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας πυρηνικών αντιδραστήρων, τον χειρισμό πυρηνικών αντιδράσεων, καθώς και τις παρενέργειες της ραδιενέργειας στα ζωντανά πλάσματα) | πυρηνικός αντιδραστήρας (= διάταξη που χρησιμοποιείται συνήθ. σε πυρηνικό εργοστάσιο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στην οποία πραγματοποιούνται ελεγχόμενες πυρηνικές σχάσεις) | πυρηνικός σταθμός | πυρηνική στήλη | πυρηνικό ρολόι (= είδος ρολογιού υψηλής ακρίβειας που βρίσκεται ακόμη σε θεωρητικό στάδιο· η βασική ιδέα πίσω από τη λειτουργία του είναι ότι θα καταγράφει τον χρόνο βάσει της συχνότητας κατά την οποία ο πυρήνας ενός ατόμου αλλάζει ενεργειακό επίπεδο με την πρόσληψη ή αποβολή φωτονίων) | πυρηνικό εργοστάσιο (= ηλεκτροπαραγωγικό εργοστάσιο που χρησιμοποιεί πυρηνικούς αντιδραστήρες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας) | πυρηνικές εγκαταστάσεις (= η περιοχή όπου είναι εγκατεστημένο το πυρηνικό εργοστάσιο ή το εργοστάσιο κατασκευής πυρηνικών όπλων) | πυρηνικό ατύχημα (= περιστατικό κατά το οποίο υπάρχει διαρροή ραδιενέργειας κυρίως από καταστροφή ή βλάβη σε πυρηνικό αντιδραστήρα ή και διαρροή πυρηνικών αποβλήτων)

πυρηνικά καύσιμα (= το καύσιμο, κυρίως ουράνιο, που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων) | πυρηνικά απόβλητα (= ραδιενεργά προϊόντα πυρηνικών αντιδράσεων σχάσης σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, στην πυρηνική ιατρική, στην κατασκευή πυρηνικών όπλων κτλ., τα οποία συνήθως θάβονται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους· στα πυρηνικά απόβλητα συγκαταλέγονται πράγματα που έχουν μολυνθεί από άλλα ραδιενεργά υλικά και είναι πλέον τα ίδια ραδιενεργά, π.χ. στολές εργαζομένων) | πυρηνικά όπλα (= εκρηκτικά όπλα με τεράστια καταστρεπτική δύναμη, η λειτουργία των οποίων στηρίζεται είτε στην πυρηνική σχάση ή και στην πυρηνική σύντηξη· συνήθως έχουν μορφή πυραύλου που εκτοξεύεται σε μεγάλες αποστάσεις ή βόμβας που ρίπτεται από βομβαρδιστικό αεροπλάνο)

πυρηνικές βόμβες | πυρηνικό υποβρύχιο (= πολεμικό υποβρύχιο που κινείται με πυρηνική ενέργεια, έχει μεγάλη εμβέλεια δράσης κάτω από το νερό και μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα· τις περισσότερες φορές φέρει πυρηνικούς πυραύλους)

(αναφορικά με πρόσωπο) πυρηνικός επιστήμονας/ φυσικός

β.

β1.

πυρηνική αντίδραση

Διαδικασία κατά την οποία ένας ατομικός πυρήνας αλληλεπιδρά με άλλον πυρήνα ή ελεύθερο σωματίδιο μέσω κρούσης, με τελικό αποτέλεσμα την αλλαγή του ατομικού αριθμού του αρχικού πυρήνα, η οποία συνήθως συνοδεύεται είτε από τη διάσπασή του σε νέους μικρότερους πυρήνες (σχάση) είτε από τη συνένωση και τη δημιουργία μεγαλύτερου πυρήνα (σύντηξη)

Χρήσεις
Οι πυρηνικές αντιδράσεις διακρίνονται σε ενδόθερμες ή εξώθερμες ανάλογα με το αν απορροφούν ή εκλύουν ενέργεια κατά την πραγματοποίησή τους

β2.

πυρηνική ενέργεια

Μορφή ενέργειας που ελευθερώνεται κατά την πυρηνική σχάση ή σύντηξη σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, η οποία έπειτα μετατρέπεται σε ηλεκτρική· αποτελεί μια εναλλακτική λύση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα λόγω των χαμηλών εκπομπών σε άνθρακα κατά την παραγωγή της

β3.

πυρηνικά πρότυπα

Θεωρίες που επιχειρούν να περιγράψουν τη δομή, τη λειτουργία και τις ιδιότητες των πυρήνων των ατόμων, συσχετίζοντας υποθέσεις, πειραματικά δεδομένα και διατυπώνοντας συμπεράσματα και προβλέψεις

γ.

γ1.

Που είναι σχετικός με τα πυρηνικά όπλα

Χρήσεις
πυρηνικές εκρήξεις | πυρηνική απειλή (= απειλή για ευρεία χρήση πυρηνικών όπλων) | πυρηνικός πόλεμος (= πόλεμος στον οποίο χρησιμοποιούνται πυρηνικά όπλα με μεγάλη καταστρεπτική δύναμη) | πυρηνικός όλεθρος ή πυρηνική καταστροφή | πυρηνικός αφοπλισμός | πυρηνικό οπλοστάσιο | πυρηνική δοκιμή (= ανατίναξη πυρηνικού όπλου σε απομονωμένη περιοχή για έλεγχο της ισχύος του και των καταστροφικών αποτελεσμάτων που επιφέρει) | πυρηνικές δυνάμεις (= τα κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα) | πυρηνική κεφαλή (= το τμήμα του πυρηνικού πυραύλου που περιέχει τον εκρηκτικό μηχανισμό· συνεκδ., ο ίδιος ο πυρηνικός πύραυλος) | πυρηνικός πύραυλος (= βλήμα με πυραυλοκινητήρα το οποίο αποτελεί παράλληλα πυρηνικό όπλο) | πυρηνική ομπρέλα (= οργανωμένο σύστημα για αναχαίτιση πυρηνικής απειλής κατά το οποίο μια χώρα τοποθετεί εντός και εκτός των εδαφών της όπλα για τον εντοπισμό και την κατάρριψη εχθρικών πυρηνικών όπλων που τυχόν κατευθύνονται προς αυτή)

γ2.

τα πυρηνικά (ως ουσ.)

Τα πυρηνικά όπλα

Χρήσεις
Απαιτούνται πολυετείς και σύντονες προσπάθειες για να εξασφαλίσουμε έναν κόσμο απαλλαγμένο από πυρηνικά

δ.

πυρηνικός χειμώνας

Οι παγκόσμιας κλίμακας συνθήκες που θεωρείται ότι θα προκύψουν μετά από μια γενικευμένη πυρηνική καταστροφή (από πυρηνικό πόλεμο), όταν οι μεγάλες ποσότητες σκόνης και αερίων στην ατμόσφαιρα θα εμποδίσουν για μήνες το ηλιακό φως να φτάσει στην επιφάνεια της Γης, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση της βλάστησης, την καταστροφή της τροφικής αλυσίδας και παράλληλα την πτώση της θερμοκρασίας

Χρήσεις
Η αντιμετώπιση του ενδεχομένου ενός πυρηνικού χειμώνα ήταν ένα από τα προβλήματα των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου

ε.

πυρηνική φυσική

Κλάδος της φυσικής που μελετά τον πυρήνα των ατόμων, τα συστατικά του –πρωτόνια, νετρόνια– και τις δυνάμεις που αναπτύσσονται σε αυτόν

Χρήσεις
Διδάσκει στο πανεπιστήμιο εισαγωγή στην πυρηνική φυσική

(κατ’ επέκτ.)
Έμαθα πολύ γρήγορα τον χειρισμό του λογιστικού προγράμματος· δεν είναι δα και πυρηνική φυσική
(= δεν είναι κτ υπερβολικά δύσκολο, πολύπλοκο, δεν απαιτεί ιδιαίτερη ευφυΐα)

2)

{ιατρ.}

α.

πυρηνική ιατρική

Κλάδος της ιατρικής που χρησιμοποιεί ραδιενεργά ισότοπα για διαγνωστικούς σκοπούς (π.χ. στην σπινθηρογράφηση), θεραπευτικούς σκοπούς (π.χ. σε διάφορες χημειοθεραπείες) ή και ερευνητικούς σκοπούς

β.

Που είναι σχετικός με την πυρηνική ιατρική

Χρήσεις
πυρηνικές εξετάσεις | πυρηνική διαγνωστική

(αναφορικά με πρόσωπο) πυρηνικός ιατρός

3)

{βιολ.}

Που αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου

α.

πυρηνικός φάκελος & πυρηνική μεμβράνη

Η διπλή μεμβράνη που διαχωρίζει τον πυρήνα από το κυτταρόπλασμα· κύριο χαρακτηριστικό της είναι οι πυρηνικοί πόροι, ενώ η εξωτερική μεμβράνη είναι διακριτή από την εσωτερική και είναι συνεχής με το αδρό ενδοπλασματικό δίκτυο

β.

πυρηνικός πόρος

Άνοιγμα στον πυρηνικό φάκελο, διά μέσου του οποίου επιτυγχάνεται η επικοινωνία πυρήνα-κυτταροπλάσματος

γ.

πυρηνικά οξέα

Τα DNA, RNA (βλ. λ. οξύ)

(ΣΥΝ νουκλεϊκά οξέα)

4)

(μτφ.)

α.

Που είναι σχετικός με το κεντρικό τμήμα, τον πυρήνα ενός θέματος, μίας δραστηριότητας, ενός συστήματος λόγου κτλ. γύρω από τον οποίο δομείται ένα σύνολο

Χρήσεις
το πυρηνικό θέμα της αφήγησης

{γραμμ.} πυρηνική πρόταση (= βλ. πρόταση)

Συμμετείχε στην πυρηνική ερευνητική ομάδα για θέματα αναμόρφωσης της παιδείας

β.

{κοινωνιολ.} πυρηνική οικογένεια

Οικογενειακή μονάδα που αποτελείται μόνο από τους δύο συζύγους και τα ανήλικα τέκνα τους· ο όρος μαρτυρείται στην Αμερική από τις αρχές του 20ού αιώνα και θεωρείται από ορισμένους αναλυτές ως η βασική μονάδα κοινωνικής οργάνωσης· στον 20ό αιώνα ο αριθμός των πυρηνικών οικογενειών μειώνεται σταδιακά, ενώ όλο και περισσότερα παιδιά ζουν έστω και μία περίοδο της ζωής τους σε μονογονεϊκή οικογένεια

[ΕΤΥΜ μεταφρ. δάν.:^ < πυρήν(ας) + -ικός < αγγλ. nuclear < nucle(us) + -ar | nucleus < λατ. nucleus].

Οι Εκδόσεις Πατάκη για περισσότερα από είκοσι (20) χρόνια εργάζονται με αφοσίωση για τη δημιουργία του Μεγάλου Ηλεκτρονικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας – Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ-Π).

Πλοηγηθείτε στη σελίδα μας με τους όρους συνδρομής μας, για περισσότερες πληροφορίες.

Μπορείτε να ζητήσετε την επαναφορά του κωδικού σας.