Οι Εκδόσεις Πατάκη για περισσότερα από είκοσι (20) χρόνια εργάζονται με αφοσίωση για τη δημιουργία του Μεγάλου Ηλεκτρονικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας – Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ-Π).
Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη
ηπατίτιδα [ipatítiða], η (ουσ. ΟθI3.3).
{ιατρ.}
{ιατρ.}
Φλεγμονή του ήπατος που συνήθ. συνοδεύεται από βλάβη ή νέκρωση των ηπατικών κυττάρων και οφείλεται κυρίως σε ιογενή λοίμωξη, αλλά ενδέχεται να προκληθεί και από ορισμένα φάρμακα ή χημικές ουσίες
οξεία/ χρόνια ηπατίτιδα | ιογενής ηπατίτιδα· ιογενής ηπατίτιδα τύπου Α· ιογενής ηπατίτιδα τύπου Β/ C |
Ο ιός της ηπατίτιδας Β μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή
Η αλκοολική ηπατίτιδα προκαλείται από την υπερβολική και χρόνια χρήση οινοπνεύματος
[ΕΤΥΜ^ < αρχ. ἡπατῖτις].